- επιτρέπω
- επίτρεψα και επέτρεψα, επιτράπηκα, επιτετραμμένος, μτβ.1. δίνω σε κάποιον την άδεια να πει ή να κάνει κάτι, τον αφήνω ελεύθερο να κάνει κάτι, δεν τον εμποδίζω.2. το παθ. στο γ' εν. πρόσωπο όλων των χρόνων, δίνεται η άδεια για κάτι, είναι επιτρεπτό, δεν είναι απαγορευμένο: Δενεπιτρέπεται η είσοδος. – Θα επιτραπεί η συγκέντρωση. – Δεν είναι επιτετραμμένο το κάπνισμα.3. η μτχ. παθ. πρκ., επιτετραμμένος, -η, -ο ως επίθ. και ως ουσ. (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.